- πολεμικῶς
- πολεμικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμικώς — και ά (Α πολεμικῶς) βλ. πολεμικός … Dictionary of Greek
πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… … Dictionary of Greek
Polémica — Saltar a navegación, búsqueda Polémica es la práctica de los contendientes o controvertientes religiosos, filosóficas, o de las cosas políticas. Como tal, un polémico texto sobre un tema a menudo está escrito específicamente para impugnar o… … Wikipedia Español